ἐκδρομῆς

ἐκδρομῆς
ἐκδρομή
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ματαίωση — η (Α ματαίωσις, εως) [ματαιώνω] νεοελλ. η μη πραγματοποίηση, η μη εκτέλεση ενός έργου ή μιας ενέργειας η οποία έχει προγραμματιστεί («η ματαίωση τής εκδρομής λύπησε πολλούς») αρχ. ματαιότητα («ματαίωσιν τὴν ὑψηλοφροσύνην φησί», Αθανάσ.) …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • αορτήρας — ο δερμάτινο λουρί με το οποίο κρεμιούνται από τον ωμό διάφορα είδη οπλισμού, κυνηγιού, εκδρομής κτλ.: Στάθηκε λίγο για να φτιάξει τον αορτήρα του όπλου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκλίνω — απόκλινα 1. γέρνω, ρέπω, παίρνω κατεύθυνση προς τα κάπου: Η μαγνητική βελόνα άρχισε να αποκλίνει προς τα δεξιά. 2. έχω προτίμηση για κάτι: Αποκλίνω υπέρ της αναβολής της εκδρομής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξενάγηση — η οδήγηση, ενημέρωση, διευκόλυνση ξένων: Το πρόγραμμα της εκδρομής προβλέπει και ξενάγηση στ αξιοθέατα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οργανωτής — ο θηλ. ώτρια αυτός που οργανώνει, αλλ. διοργανωτής: Οργανωτής της εκδρομής, της επιχείρησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”